αίθαλος

αίθαλος
αἴθαλος, ο (Α)
1. πυκνός καπνός, καπνιά, μαυρίλα
2. (ως επίθ. αἴθαλος, -ον)
σταχτοκόκκινος, βλ. αιθαλόεις
3. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο ανδρικό όνομα, που απαντά σε πινακίδα τής Πύλου, Αίθαλος (ai-ta-ro).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. αἰθάλη < αἴθω «καίω»).
ΠΑΡ. αρχ. αἰθαλόεις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αἴθαλος — smoky flame masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθάλου — αἴθαλος smoky flame masc gen sg αἰθαλόω to soil with soot pres imperat act 2nd sg αἰθαλόω to soil with soot imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθάλων — αἴθαλος smoky flame masc gen pl αἰθαλόω to soil with soot imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) αἰθαλόω to soil with soot imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθάλῳ — αἴθαλος smoky flame masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴθαλον — αἴθαλος smoky flame masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… …   Wikipedia

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • αιθάλωσις — αἰθάλωσις, η (Α) (συνήθως στον πληθυντικό αἰθαλώσεις) το μαύρισμα από καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθαλῶ ή απευθείας από τη λ. αἴθαλος, πρβλ. και αἰετὸς ἀέτωσις] …   Dictionary of Greek

  • αιθαλόεις — αἰθαλόεις, εσσα, εν (Α) [αἴθαλος] 1. ο γεμάτος αιθάλη, καπνιά, μαυρισμένος, καπνισμένος 2. αυτός που καίει, πύρινος, φλογώδης 3. αυτός που έχει σταχτοκόκκινο χρώμα 4. στη Μυκηναϊκή το επίθετο μαρτυρείται έμμεσα σε πινακίδες τής Κνωσού και τής… …   Dictionary of Greek

  • αιθόλιξ — αἰθόλιξ ( ικος), η (Α) φουσκάλα από έγκαυμα, φλύκταινα, καψοφουσκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω. με θεματ. παρέκταση λ πρβλ. επίσης αἰθάλη, αἴθαλος το τέρμα τής λ. ολ ιξ προήλθε πιθ. από επίδραση τής λ. πομφόλυξ «φυσσαλίδα», με την οποία είναι συγγενής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”